ένσαρκος

ένσαρκος
-η, -ο (AM ἔνσαρκος, -ον)
1. αυτός που έχει ανθρώπινη σάρκα (σε αντίθεση με τον άυλο, τον πνευματικό)
2. φρ. α) «ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία» — η ενανθρώπηση τού Υιού και Λόγου τού Θεού, τού Χριστού
β) «ο ένσαρκος άγγελος» — προσωνυμία τού Προφήτη Ηλία, τού Ιωάννου τού Προδρόμου και άλλων αγίων
νεοελλ.
φρ. «ένσαρκον άγαλμα» — εκπληκτικά ωραίος άντρας ή γυναίκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔνσαρκος — of flesh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένσαρκος — η, ο που έχει σάρκες, που αποτελείται από σάρκες, σάρκινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνσάρκως — ἔνσαρκος of flesh adverbial ἔνσαρκος of flesh masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνσαρκον — ἔνσαρκος of flesh masc/fem acc sg ἔνσαρκος of flesh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσάρκοις — ἔνσαρκος of flesh masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσάρκου — ἔνσαρκος of flesh masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσάρκους — ἔνσαρκος of flesh masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσάρκων — ἔνσαρκος of flesh masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσάρκῳ — ἔνσαρκος of flesh masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνσαρκα — ἔνσαρκος of flesh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”